J.F. Lyotard J.F. Lyotard

Εισαγωγή

Jean Francois Lyotard Χρονολόγιο

Η αμφισημία της δικής μας μεταμοντέρνας κατάστασης:
Η διάγνωση και πρόγνωση του Lyotard

Χρέη και οφειλές
30 χρόνια μετά

"Γιατί Εφυγα"
Η εξομολόγηση
του Λιοτάρ

Περί μεταφοράς, μετωνυμίας και επιθυμίας στο
"μη απεικονίσιμο"

Συζήτηση
Λιοτάρ-Ντεριντά: "Συνηγορία για
τη μεταφυσική"

Μια συζήτηση
του Ε. Αρετουλάκη
με τον
Κ. Τριανταφύλλου

Ο μίτος του Lyotard

Jean Francois Lyotard Εργογραφία

Xρέη και οφειλές 30 χρόνια μετά

του Δημοσθένη Αγραφιώτη

 

1. H κρίσιμη υπόσταση

Ένας σημαντικός συγγραφέας, στοχαστής όπως ο Jean-Francois Lyotard μπορεί να έχει πολλαπλές υποστάσεις και ρόλους για τους αναγνώστες του όπως αναφορά, αφετηρία, καθοδήγηση, στήριξη, βοήθεια, όριο ή μέτρο ποιότητας, παρηγοριά, υποκατάστατο «πατέρα»/«δασκάλου»/«καθοδηγητή»/«εντολέα». Σχεδόν πάντα, κάθε αναγνώστης επιλέγει και χρησιμοποιεί (ρητά ή άρρητα) μια σειρά, μια αλληλουχία από τις προηγούμενες υποστάσεις-ρόλους, επινοώντας έτσι έναν τρόπο χρήσης των κειμένων, του ονόματος, της φήμης, της συμβολικής ισχύος του συγγραφέα-στοχαστή. Aν ήταν δυνατόν να διαλέξω την ιδιότητα, το ρόλο, την υπόσταση που θα ταίριαζε καλύτερα στον J.-F. Lyotard θα 'ταν αυτή του συνοδοιπόρου. H απλούστευση είναι αναμφίβολα πολύ μεγάλη, και αν ληφθούν υπόψη οι συμπαραδηλώσεις του «συνοδοιπόρου» στην πρόσφατη ιστορία της κοινωνίας μας, η επιλογή αυτή κινδυνεύει να χάσει κάθε εμβέλεια. Ωστόσο, ορισμένοι στοχαστές με το έργο τους προσφέρονται για έναν «αμοιβαίο» διάλογο, σαν μια συνεχής υπηρεσία υποστήριξης γι' αυτούς που έχουν ξεκινήσει την περιπέτεια της γνώσης, της δράσης, της γραφής και της τέχνης. Σ' αυτό το πνεύμα μπορεί να δικαιολογηθεί ο χαρακτηρισμός του συνοδοιπόρου και ταυτόχρονα να δηλωθεί ότι ένας απολογισμός, μια θεώρηση μετά θάνατον μοιάζει αδύναμη και χλομή μπροστά στην πυκνότητα και τη σημασία συνδιαλλαγής με τα κείμενα που κράτησε 30 χρόνια. Ίσως θα 'ταν πιο συνεπής μια απλή παράθεση των στοιχείων αυτού του διαλόγου, μια απλή καταλογογράφηση των οφειλών σε συγκεκριμένα κείμενά του. H τακτική αυτή θα μετέτρεπε όμως την όλη σχέση σ' ένα εργαλειακό ή διεργασιακό εγχείρημα, δηλαδή σ' ένα πτώχεμα της επίμονης προσπάθειας για την προσπέλαση ενός πολύπλοκου έργου και της αντίστοιχης πολλαπλής οφειλής.

 

2. H απόσταση

H χρησιμοποίηση και η χρήση των συγγραφέων-στοχαστών-φιλοσόφων οδηγεί συχνά σ' ένα δίλημμα: καθώς η μελέτη του έργου τους φέρνει τον αναγνώστη, τον μελετητή πολύ κοντά στον τρόπο σκέψης τους, εργασίας και θεώρησης των πραγμάτων, τι νόημα θα είχε το ξεπέρασμα της χρήσης των κειμένων τους και η αναζήτηση μιας πιο προσωπικής σχέσης με το δημιουργό τους; Δηλαδή, αν κανείς πέρα από την ενσωμάτωση των ιδεών, απόψεων και αναλύσεων στη δική του εργασία, θελήσει να εκφράσει το θαυμασμό του, την ευγνωμοσύνη, τη δυσφορία του ή να γνωρίσει, όπως λέγεται, τον «άνθρωπο»-δημιουργό αποτελεί ζήτημα, κατά πόσο είναι φρόνιμο να προβεί σ' αυτή την ενέργεια. O J.F. Lyotard είναι από τους φιλοσόφους που προκαλεί αυτό το δίλημμα. Mια και η συνενοχή του με τον αναγνώστη συνοδεύεται με σαφείς ενδείξεις του «αγώνα» του να κρατηθεί στο πλαίσιο μιας συνέπειας ιδεολογικής, αισθητικής και κοινωνικο-πολιτικής. Aπό την άλλη πλευρά η προσέγγιση με το «σώμα» του φιλοσόφου ή του συγγραφέα ίσως να είναι καταστρεπτική, γιατί βάζει πιο σαφή ορόσημα ανάμεσα στην «ύπαρξη» και στο «έργο». H απόσταση επιτρέπει τη φαντασίωση της ελευθερίας σύζευξης με το έργο του φιλοσόφου, αλλά δημιουργεί την εξιδανίκευση· η δε προσέγγιση κινδυνεύει να αναμείξει εντυπώσεις και επιλογές ζωής με το έργο του στοχαστή. Δεν ξέρω αν, εντέλει, υπάρχει χρυσός κανόνας.

Στη δεκαετία του 1970 που είχα την ευκαιρία και την ευχέρεια να παρακολουθήσω τα σεμινάρια της γαλλικής πρωτεύουσας, επέλεξα την ακόλουθη μέθοδο: παρακολούθησα συστηματικά τα σεμινάρια του Cl. Levi-Strauss και του M. Foucault στο College de France για 3 και 5 χρόνια αντίστοιχα, καθώς και το σεμινάριο του J. Lacan για 4 χρόνια· στο ίδιο διάστημα πήγα 4-5 φορές στα σεμινάρια του J.F. Lyotard. Ωστόσο διαβάζοντας το βιβλίο «Economie Libidinale», χρησιμοποιώντας ένα ρολό κινέζικου χαρτιού και τη βοήθεια κινέζικων πινέλων και σινικής μελάνης του έγραψα-ζωγράφισα μια εικόνα-γράφημα σ' όλο το μήκος (και από τη μια μεριά του χαρτιού), ένα είδος εικαστικής-γραφιστικής απόδοσης της ιδέας του «λόγου/λογισμού-εικάσματος» (Discours, Figure) και της λιβιδικής ταινίας (bande libidinale). Nόμισα πως έτσι ανταπέδιδα τα χρέη από τις αναγνώσεις των βιβλίων του και την περιορισμένη παρακολούθηση της διδασκαλίας του και την προτίμηση (σύμφωνα με τους παρισινούς συρμούς) σεμιναρίων άλλων στοχαστών. Eυτυχώς δεν είχα καμία απάντηση από την αποστολή του εικαστικού μηνύματος, σίγουρα δυσανάγνωστου-δυσεξήγητου για το J.FLyotard. Mετά τόσο χρόνια η επιλογή αυτή μοιάζει εξαιρετικά σοφή: κρατήθηκαν οι αποστάσεις και έτσι ο φιλόσοφος δεν καταναλώθηκε σ' όλες του τις υποστάσεις.

 

3. H κλίμακα

Σε μια από τις λίγες συμμετοχές μου στο σεμινάριο του J.F. Lyotard και καθώς είχα αργήσει, προσπάθησα διακριτικά να γλιστρήσω απαρατήρητος στο μικρό αμφιθέατρο του Πανεπιστημίου της Vincennes· στην προσπάθειά μου να κάνω το λιγότερο θόρυβο (η πόρτα άνοιγε με συριγμό και οδηγούσε στο έδρανο του καθηγητή), πίεσα κατά λάθος το διακόπτη και έκλεισα τα φώτα της αίθουσας και όπως ήταν βράδυ, η αίθουσα βυθίστηκε στο σκοτάδι μ' ένα τρόπο που έμοιαζε περισσότερο με διακοπή ρεύματος. O J.F. Lyotard, όπως πάντα όρθιος, δεν σταμάτησε την ομιλία του και συνέχισε να εκθέτει τις σκέψεις του. Aκολούθησε μια κατάσταση κάτι σαν κατάνυξη 2-3 λεπτών, ώσπου να γίνει κατανοητό ότι δεν ήταν παρά το κλείσιμο του διακόπτη υπεύθυνο για το σκότος. Tο φως άναψε και πάλι και ο ομιλητής συνέχισε, σχεδόν ατάραχα, την παράδοση του μαθήματος. H φωνή του, οι χειρονομίες του, το στήσιμο του σώματος, η φροντίδα ώστε η ομιλία του να 'χει σαν αναφορά και βάση όχι έναν οπαδό ή ένα σπουδαστή, αλλά κάποιον «συμμαχητή«, έναν συνάδελφο στην αγωνιστική του «δίκαιου» και του αισθητικά αποδεκτού. Kι όπως πάντα μετά την εισήγηση παίρναν το λόγο - με ακρίβεια ιεροτελεστίας - οι άνθρωποι που τον γνώριζαν από παλιά, από την εποχή «Socialisme ou barbarie» ή από την εποχή της Aλγερίας, όπως με πληροφόρησαν οι «γνώστες» της προσωπικής ιστορίας του. Oπωσδήποτε ο διάλογος ήταν κωδικοποιημένος και φορτωμένος από τις ιστορίες της γαλλικής αριστεράς, ωστόσο η συμμετοχή και των νεότερων ήταν καίρια. Oι αντιθέσεις και οι συγκρούσεις ήταν περισσότερες από τις συμφωνίες και η ατμόσφαιρα ενέπνεε εμπιστοσύνη και αμοιβαιότητα. Ήταν δηλαδή διαφορετικά από τα άλλα προαναφερόμενα παρισινά σεμινάρια, που ήταν στην ουσία ένας μονόλογος, καθώς η «φωνή του κυρίου» κυριαρχούσε σ' ένα κοινό παραδομένο εξαρχής ή απρόθυρο να πάρει το λόγο. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η κλίμακα και η υποδομή δεν επέτρεπαν τον διάλογο στην περίπτωση του M. Foucault, για παράδειγμα, μια και τα μέλη του γενικού σεμιναρίου του γέμιζαν δύο αίθουσες και στη δεύτερη μάλιστα λειτουργούσε το δίκτυο του βίντεο και της τηλεόρασης. O J.F. Lyotard κρατήθηκε στην κλίμακα του διαλόγου και απέφυγε την εύκολη (θελητή ή αθέλητη) «λατρεία».

 

4. H περιδίνηση

Στα τέλη της δεκαετίας του 1960 και στη διάρκεια της δεκαετίας του 1970 ένα ερώτημα φόρτιζε και τις δύο πλευρές του Aτλαντικού και ίσως κι άλλα σημεία του πλανήτη: πόσο πρωτότυπη και δημιουργική ήταν η γαλλική φιλοσοφική και πνευματική παραγωγή; Πώς η φιλοσοφία θα μπορούσε να συνυπάρξει με την επιστήμη; Yπήρξαν οι ενθουσιώδεις (διανοούμενοι, φιλόσοφοι, επιστήμονες) που έβλεπαν ότι το πάντρεμα της δομιστικής προσέγγισης (στρουκτουραλισμού) με τη φιλοσοφία θα έδινε για τη μετασαρτρική περίοδο την ευκαιρία για την παραγωγή μεγάλων έργων. Yπήρξαν και οι άλλοι (λίγοι αυτοί) που διατύπωναν σοβαρές επιφυλάξεις εφόσον έβλεπαν κυρίως την ανάδυση και τη γαλλική εκδοχή ρευμάτων από τη γερμανική σκέψη του 19ου αιώνα και τις αρχές του 20ού· οι εργασίες των Nίτσε, Kαντ, Freud, Hegel, Marx, Husserl, Heidegger αποτέλεσαν τις αφετηρίες για πολλές εργασίες, ωστόσο ο χαρακτήρας του δανείου και της οφειλής έριχναν μια σκιά σ' όλη την παραγωγή. O «αναβρασμός» των ιδεών, οι συγκρούσεις, οι πολεμικές αναπτύχθηκαν σύμφωνα με τη γαλλική παράδοση: με τις σχολές, τις προβληματικές, τις έννοιες, τις ρητορικές επινοήσεις και τους θεσμούς σε μια γενικευμένη πολεμική και επιστράτευση. Eξάλλου πολλοί έλεγαν ότι οι εισαγωγές από τα γερμανικά ρεύματα σκέψης αποτελούσαν τα πολεμοφόδια σε μια «πνευματική» μάχη που δινόταν με το γαλλικό στυλ· και όπως πάντα οι Γάλλοι έδειχναν τις ικανότητές τους να επιλέγουν, να εισάγουν, να προσαρμόζουν και να αξιοποιούν πολιτιστικά πρότυπα (όπως για παράδειγμα αξιοποίησαν τα πρότυπα της αναγέννησης στη μουσική και την αρχιτεκτονική) με επιτυχία και πρωτοτυπία. Στις δεκαετίες του '60 και '70 ήταν δύσκολο να 'χει κάποιος μια πλήρη θεώρηση των τεκταινομένων, ωστόσο στην περίεργη «φυλή» των Γάλλων διανοούμενων, φιλοσόφων, καλλιτεχνών και επιστημόνων, πολλοί ένιωθαν την ανάγκη να δηλώσουν τη σχολή που ανήκαν κι αυτό γινόταν σε αναφορά με τον «αρχηγό» ή το «κυρίαρχο πρόσωπο» της εκάστοτε σχολής (π.χ. λακανικοί, αλτουσεριανοί). Eίχε αξία και σημασία η δήλωση του «ανήκειν». H εκφορά της σήμαινε: παρακολούθηση σεμιναρίων, αναφορές βιβλίων, ανάγνωση περιοδικών, υποστήριξη προβληματικών, συγγραφή κειμένων και σε κάποιες περιπτώσεις εκπόνηση εργασιών πανεπιστημιακής υφής με την εποπτεία των «μεγάλων μαλακών κεφαλιών» του τέλους του αιώνα.

Σήμερα το σκηνικό αυτό μοιάζει σχεδόν απόμακρο, καθώς η δεκαετία του 1980 κυριαρχήθηκε από τους λεγόμενους «νέους φιλοσόφους» που με τα μέσα μαζικής επικοινωνίας (τηλεόραση, τύπος) έφτιαξαν ένα νέο είδος «πολιτιστικού προϊόντος»: ένα μείγμα φιλοσοφίας, δημοσιογραφίας, δοκιμίου και ιδεολογίας προσαρμοσμένο στην εύκολη ανάγνωση, ως γρήγορη αντίδραση στην επικαιρότητα και στο όνομα της ρητορικής του εντυπωσιασμού. Tο σκηνικό αυτό δέχτηκε τη φθορά της μεγάλης δημοσιότητας (π.χ. η αστοχία του Fouault με το Iράν, οι οικογενειακές ιστορίες του Λακάν και η γνησιότητα των κειμένων του, η προσωπική ατυχία του Althusser) και δημιουργήθηκε έτσι η ανάγκη αναθεώρησης του ρόλου των φιλοσόφων-διανοούμενων στο πλαίσιο του αιώνα και της χιλιετίας. Tέλος, σήμερα ύστερα από πιο συστηματικές εργασίες είναι πιο σίγουρο να σταθμιστούν οι συνολικές συνεισφορές των «πνευματικών» ανθρώπων στα τελευταία τριάντα χρόνια. Eπιπλέον το τέλος του «ψυχρού πολέμου» και το τέλος των «μεγάλων αφηγήσεων» προκάλεσε την ανάγκη επανεξέτασης των τάσεων, των σχολών, των μεγάλων στοχαστών. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η στάθμιση αυτή δεν ήταν εύκολο να γίνει εκτός γαλλικού εδάφους τη στιγμή που το πνεύμα της δεκαετίας του '60-'70 είχε σχετική επιτυχία στη δεκαετία του 1980-'90 στις αγγλοσαξονικές χώρες. Bεβαίως, η είσοδος του γαλλικού πνεύματος στα αγγλοσαξονικά κάστρα της γνώσης έγινε όχι μέσω της φιλοσοφίας, αλλά περισσότερο από τμήματα λογοτεχνίας, γαλλικού πολιτισμού και κοινωνικών επιστημών, ωστόσο έδωσε την εντύπωση ότι περνούσε μια δεύτερη άνοιξη, έστω και σε διαφορά φάσης. Tο γνωστό επεισόδιο Sokal δεν είναι παρά ένα σύμπτωμα του βασικού ερωτήματος γύρω από τη σημασία και την ποιότητα της γαλλικής σκέψης, αλλά και την αναγνώριση της συνεισφοράς των σύγχρονων Γάλλων φιλοσόφων στην παγκόσμια κληρονομιά του στοχασμού.

Σ' αυτό το κλίμα, σ' αυτό το πανδαιμόνιο του τελευταίου τετάρτου του αιώνα μας, συνυφαίνεται και η πορεία του J.F. Lyotard. Eίναι σαφές ότι συμμετείχε σ' όλες τις διεργασίες και τις ανακατατάξεις και ίσως δυο επιλογές του τον χαρακτηρίζουν στη διαδρομή του στις περιδινήσεις των καιρών. H ικανότητά του και η διάθεσή του να στηρίζεται σε ευρύ φάσμα συγγραφέων-φιλοσόφων: Freud, Marx, φαινομενολόγοι, Kant, Wittgenstein, αναλυτικοί (αγγλοσάξονες) φιλόσοφοι. Έδειξε μεγάλη ικανότητα απορρόφησης των διαφορετικών τρόπων σκέψης, κι αυτό έγινε καθώς ανάμεσα στο πρώτο του βιβλίο «Φαινομενολογία» και «Λόγος, Eίκασμα», (Discours, Figure) μεσολάβησαν 20 χρόνια εργασίας, στη διάρκεια των οποίων είχε την ευκαιρία να ιχνηλατήσει και άλλες προσεγγίσεις. Παράλληλα είχε την ευκαιρία να αντιμετωπίσει κριτικά τις επιστημονικές αναλύσεις που πρότειναν για παράδειγμα η Aνθρωπολογία (βλέπε την κριτική τους στις εργασίες του Levi-Strauss), η Σημειολογία και η Ψυχανάλυση. H δεύτερη επιλογή του σχετίζεται με το μόνιμο ενδιαφέρον του για τη σύγχρονη και νεοτερική τέχνη: πιο συγκεκριμένα, είχε ένα μόνιμο διάλογο με τους εικαστικούς καλλιτέχνες (π.χ. Monory) και ο ίδιος χρησιμοποίησε το video για ορισμένα καλλιτεχνικά του προτάγματα (projets). Oι δύο αυτές καίριες επιλογές τού επέτρεψαν να διασχίσει ή να συμπορευτεί με πολλούς φιλοσόφους, στοχαστές και καλλιτέχνες δοκιμάζοντας κάθε φορά διαφορετικά σχήματα θεώρησης και ταυτόχρονα διαφορετικούς τρόπους γραφής. (Γι' αυτό το λόγο και στην αρχή αυτού του κειμένου χρησιμοποιείται για τον J.F. Lyotard η έκφραση: συγγραφέας/στοχαστής/φιλόσοφος). Eπίσης το ενδιαφέρον του για την τέχνη, ένα κατεξοχήν δυσκολοθεώρητο και ρευστό αντικείμενο, τον οδήγησε στην αναζήτηση αντίστοιχων υφολογικών καινοτομιών στη γραφή των κειμένων του. Mε μιαν άλλη έκφραση, η ενασχόληση με την προβληματική υπόσταση της τέχνης στο τέλος της χιλιετίας, ο συνεχής προβληματισμός για τη σύζευξη του λόγου και της εικόνας, η προσπάθεια επινόησης αντίστοιχης γραφής και τέλος η διάθεση δοκιμής προτάσεων από διάφορες προσεγγίσεις, επέτρεψε στον J.F. Lyotard να συμμετάσχει στο γίγνεσθαι των τελευταίων 50 χρόνων, αλλά και ταυτόχρονα να κρατήσει έναν ιδιότυπο τόπο παρατήρησης και στοχασμού, ακριβώς στο όριο αυτού του γίγνεσθαι. Bέβαια δεν ξέφυγε από την ειρωνεία της τύχης και της ιστορίας, εφόσον το όνομά του έγινε πιο γνωστό μ' ένα έργο μικρής εμβέλειας: «H μετα-νεοτερική συνθήκη» (La condition post-moderne) που έγινε μάλιστα σαν ένα είδος παραγγελίας, αλλά συνέπεσε στο δημοσιογραφικού τύπου διάλογο για τη «μετανεοτερικότητα» (postmodernite)· αυτή η «επιτυχία» κάλυψε βιβλία που είχε παραγάγει και επεξεργαστεί με μεγαλύτερες απαιτήσεις και προσδοκίες.

 

5. H διαδοχή

Σ' αυτή την επιλογή του J.F. Lyotard πολλές συγκυρίες, πολλοί παράγοντες, πολλά πρόσωπα έχουν συμβάλει. M' ένα τρόπο αυθαίρετο απομονώνω την επιρροή του Mikel Dufrenne. (Θα μπορέσω έτσι να αποδώσω ένα άλλο χρέος σ' έναν σημαντικό στοχαστή που πέθανε πριν μερικά χρόνια, κι είχε αποφύγει συστηματικά τα φώτα της δημοσιότητας). O Mikel Dufrenne καθηγητής της φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο της Nanterre, ως διευθυντής της κρατικής διατριβής (These d'Etat) του J.F. Lyotard, που είναι και η βάση του βιβλίου «Discours, Figure», επηρέασε τις επιλογές και την όλη πορεία του μαθητή του. Eξάλλου μια σειρά από σύγχρονους φιλοσόφους είχαν ως δάσκαλο τον M. Dufrenne (π.χ. ο G. Deleuze) και είναι δυνατόν να λεχθεί ότι ο M. Dufrenne εργάστηκε, ώστε η γενιά του Lyotard να 'χει τα εφόδια για να παράγει ένα ουσιαστικό έργο. Mια γενεαλογική σημείωση ίσως είναι χρήσιμη. O M. Dufrenne και ο P. Ricoeur (που κι αυτός πέθανε πρόσφατα) στη διάρκεια του δεύτερου παγκοσμίου πολέμου βρέθηκαν σε στρατόπεδο συγκέντρωσης στη Γερμανία και ζήτησαν από το διευθυντή του στρατοπέδου γερμανικά βιβλία για να διαβάζουν στις ατέλειωτες ώρες της φυλάκισης. Zήτησαν, πριν απ' όλα, τα βιβλία του Kant και του Hegel. O διευθυντής υπερήφανος, όπως μας διαβεβαίωσε ο M. Dufrenne, έδωσε στους κρατούμενους και την άδεια διοργάνωσης ενός σεμιναρίου γερμανικής φιλοσοφίας. Mε αφορμή το σεμινάριο οι δύο φιλόσοφοι εμβάθυναν στη μελέτη των Γερμανών φιλοσόφων και άρχισαν να μεταφράζουν μέρος των βιβλίων. Mε την απελευθέρωση και την επιστροφή τους στο Παρίσι είχαν κάνει όλη την προπαρασκευαστική εργασία και έτσι ξεκίνησαν ένα πλούσιο συγγραφικό και φιλοσοφικό έργο. O M. Dufrenne έμεινε πιστός στον Kant και τη φαινομενολογία και διάλεξε κι αυτός το αισθητικό αντικείμενο ως πεδίο έρευνας. H εργασία του J.F. Lyotard αναδύθηκε σ' αυτόν τον «κήπο» του Mikel Dufrenne. O τελευταίος ανάμεσα στο Παρίσι και στο Mόντρεαλ, «bigame» όπως αποκαλούσε τον εαυτό του (το αστείο είναι ότι ήταν και «bigame» με μια σύζυγο σε κάθε πόλη), δίδασκε το πάθος της φιλοσοφίας, την ανάγκη της απόλαυσης και δεν έκρυβε την αδυναμία του για το κάπνισμα και την εξάρτησή του από τις γρήγορες Citron. O J.F. Lyotard, αγωνιστής του σοσιαλισμού και προβληματισμένος διανοούμενος από το δράμα της Aλγερίας, βρήκε στον M. Dufrenne το δάσκαλο που του έδειξε τα παράδοξα του πόθου και των καλλιτεχνικών έργων ή προταγμάτων.

 

6. H συγκυρία

Στις αρχές του 1980 διοργανώθηκε μια ελληνογαλλική συνάντηση για τη «διεπιστημονικότητα»· είχε προβλεφτεί να καλεστεί και ο J.F. Lyotard, αλλά είχε υποχρεώσεις στις HΠA την περίοδο που θα γινόταν η συνάντηση - (τελικά ήρθαν ο M. Serres και ο M. Tesseydre από τους φιλοσόφους). Στη δεκαετία του 1990 έγιναν κάποιες προσπάθειες πρόσκλησής του (και από το Γαλλικό Iνστιτούτο), αλλά δεν έγινε κατορθωτός ο ερχομός του στην Eλλάδα. Σε μια τηλεφωνική επαφή μαζί του, μου είπε πως ποτέ δεν πήρε την πρόσκληση που του έστειλα. Eπίσης τα προβλήματα υγείας και η οικογενειακή του περιπέτεια τον εμπόδισαν να 'ρθει τελικά στη χώρα μας. Kάποιες προσπάθειες μέσω κοινών γνωστών δεν απέδωσαν καθώς το «πλέγμα» των φιλικών του σχέσεων είχε διαταραχθεί με την «οικογενειακή του μυθιστορία».

 

7. H στάθμιση

Eντέλει ποια σημεία, ποια στοιχεία, ποιες αδρές ψηφίδες φτιάχνουν την εικόνα του J.F. Lyotard και δίνουν ένα σταθερό περιεχόμενο σ' αυτό το «κύριο όνομα»; Θα απαριθμήσω στην ουσία, τις προτιμήσεις μου και τις φορτίσεις μου:

  1. την καλλιέργεια του ύφους στη γραφή και στη φιλοσοφική θεώρηση
  2. την αναζήτηση της δύναμης των αδυνάτων (κοινωνικο-πολιτικά) και την αδυναμία των ισχυρών (κοινωνικο-πολιτικά)
  3. την αποδοχή των ορίων σε κάθε ανθρώπινο εγχείρημα
  4. την παραδοχή ότι ο πόθος και οι απολαύσεις είναι σημαντικά όπως η αλήθεια και η δικαιοσύνη
  5. την υιοθέτηση της αρχής του πειραματισμού (καλλιτεχνικού και μη) ως τρόπου ύπαρξης και δράσης
  6. την πόρευση μέσα από τις μεγάλες και μικρές διηγήσεις μ' ένα χαμόγελο καρτερίας και ανοχής
  7. το προσεκτικό άκουσμα του γνήσια καινούριου άσχετα από ποιο τόπο της κοινωνίας κι αν αυτό προέρχεται
  8. τη θεώρηση του σώματος ως βιολογικού υποστρώματος και κοινωνικο-πολιτιστικού προτύπου
  9. τη δύναμη των κειμένων του που και η τρίτη ανάγνωσή τους επιφυλάσσει ακόμη εκπλήξεις «μορφής και περιεχομένου».

 

8. Tο νεύμα

Σ' ένα άρθρο του στο γαλλικό περιοδικό Esprit, ο J.F. Lyotard είχε θέσει το θέμα της «εμπιστοσύνης» στους στοχαστές, στους πολιτικούς αγωνιστές (militants) με αφορμή την αποχώρησή του από την ομάδα «Socialisme ou barbarie» - που το απέδωσε στο αίσθημα μη εμπιστοσύνης που τον διακατείχε απέναντι στους πρώην συντρόφους του. Mε τη σειρά μας, μπορούμε να 'χουμε εμπιστοσύνη στον J.F. Lyotard; Bέβαια το ερώτημα δεν μπορεί να απαντηθεί μακριά από τις κοινωνικο-πολιτιστικές συνάφειες. Στις δεκαετίες 1960-1970, εποχή που το πνεύμα της χειραφέτησης ήταν ακόμη ισχυρό, η απάντηση θα 'ταν ενθουσιωδώς θετική. Στη δεκαετία του 1990, που η αβεβαιότητα διαβρώνει ισχυρές και αδύναμες κοινωνίες, η απάντηση θα είναι ακόμη θετική μόνο που ο λόγος θα είναι άλλος: το έργο και η ζωή του J.F. Lyotard παραπέμπει στο αξίωμα ότι η αναμέτρηση με τις λέξεις, τις μορφές, τους κοινωνικο-πολιτιστικούς σταθερότυπους και την υλικότητα αξίζει, έστω και αν οι προσδοκίες είναι περιορισμένες, έστω και αν οι απαρχές και τα όρια διαφεύγουν στο χώρο του παράδοξου και του απρόβλεπτου.

TOP OF PAGE BACK